- οἰνοποσίας
- οἰνοποσίᾱς , οἰνοποσίαdrinking of winefem acc plοἰνοποσίᾱς , οἰνοποσίαdrinking of winefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Διονύσια — Κύκλος γιορτών που τελούνταν στην Αττική κατά την αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι γιορτές αυτές ήταν τα Κατ’ αγρούς Δ., τα ΑνθεστήριαΛήναια και τα ΜεγάλαΚατ’ άστυ Δ. Τα Κατ’ αγρούς Δ. γιορτάζονταν σε όλους τους δήμους της Αττικής τον… … Dictionary of Greek
ιπποκλείδης — (6ος αι. π.Χ.). Πλούσιος και ωραίος Αθηναίος νέος, που καταγόταν από τους Κυψελίδες της Κορίνθου. Ήταν γιος του Τείσανδρου και ταξίδεψε μαζί με τον Μεγακλή στη Σικυώνα, όταν ο τύραννος της πόλης, Κλεισθένης, διακήρυξε σε όλη την Ελλάδα πως θα… … Dictionary of Greek
μεθεόρτια — τα 1. αυτά που συμβαίνουν μετά την εορτή, η συνέχιση τής εορτής 2. συνεκδ. τα επακόλουθα εορτής, που συνήθως είναι αρνητικά λόγω τής οινοποσίας που προηγήθηκε, οι κακές συνέπειες μιας εορτής 3. (γενικά) άσχημα ή δυσάρεστα αποτελέσματα κάποιας… … Dictionary of Greek
πότος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Θάσου, του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεολόγου. * * * ο, ΝΑ 1. πολλή μεγάλη κατανάλωση ποτών 2. οινοποσία, φαγοπότι, γλέντι (α. «τραγούδια τού πότου» β. «πορευομένους ἐν… … Dictionary of Greek
τόξο — Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον… … Dictionary of Greek